«Ετος 1914: ο εικοστός αιώνας διανύει ήδη τη δεύτερη δεκαετία του. Η Ρωσία παραμένει αυτοκρατορία, ενώ σύμφωνα με όλες οι ενδείξεις ένας πόλεμος βρίσκεται προ των πυλών. Είναι τα χρόνια του Στραβίνσκι και του Ντιαγκίλεφ, του Μέγερχολντ, του Σαλιάπιν και του Μπλοκ.
Η Αχμάτοβα είναι 25 χρόνων. Εχει κιόλας παντρευτεί τον Νικολάι Γκουμιλιόφ και περνάει το καλοκαίρι της στο κτήμα της πεθεράς της, στο χωριό Σλέπνεβο, βόρεια της Μόσχας. Στο ενεργητικό της έχει δύο ποιητικές συλλογές (Εσπέρα 1912, Ροζάρι 1914) και έχει κερδίσει επάξια μια θέση μεταξύ των νέων δημιουργών της Αγίας Πετρούπολης.
Τα καλοκαίρια των παιδικών χρόνων στις παραλίες της Μαύρης Θάλασσας είναι πίσω της, και είναι γεμάτη βαριά προαισθήματα για το μέλλον. Κι ενώ η Ρωσία ετοιμάζεται να μπει στον μεγάλο πόλεμο, η Αχμάτοβα αποχαιρετά την εποχή της αθωότητας γράφοντας ένα πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα, που δεν είναι τίποτ’ άλλο από ένα ταξίδι προς την ενηλικίωσή της.
Πολλά χρόνια αργότερα, γράφει στα σημειωματάριά της για εκείνες τις ημέρες: «Ηταν στο Σλέπνεβο (1914) στο δωμάτιό μου. Κι αυτό σήμαινε ότι είχα αφήσει πίσω μου τα χρόνια της νιότης μου στη Χερσόνησο, το αγρίμι των αρχών του αιώνα, κι ένιωσα το σιδερένιο βήμα του πολέμου.
Ετσι ήρθε ώς εμένα το ποίημα Στην άκρη της θάλασσας…».
Η ποιητική σύνθεση της Αννας Αχμάτοβα κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά, σε μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια της Ασπασίας Λαμπρινίδου
ΔΕΙΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ:
[…] Φυσούσε από την ανατολή άνεμος ξερός,
Επεφταν από τον ουρανό μεγάλα αστέρια,
Στης εκκλησιάς το βάθος έκαναν δεήσεις
Για τους ναύτες που ’χαν σαλπάρει.
Κι έπλεαν ώς την όχθη μέδουσες,
Σαν αστέρια που ’χαν πέσει τη νύχτα,
Γαλάζιες φέγγαν στου νερού τα βάθη.
Οι γερανοί στον ουρανό πώς κρώζουν,
Ανήσυχα πώς τερετίζουν τα τζιτζίκια,
Πώς τραγουδά η γυναίκα του στρατιώτη τον πόνο,
Ολα με ξύπνιο αυτί τα θυμόμουν,
Μα ένα τέτοιο τραγούδι δεν ήξερα,
Για να μείνει ο πρίγκιπας μαζί μου.
Αρχισα να ονειρεύομαι συχνά ένα κορίτσι
Με στενά βραχιόλια, με κοντό φουστάνι,
Στα δροσερά της χέρια μια άσπρη φλογέρα.
Ησυχη θα καθίσει, ώρα κοιτάζει,
Και για τη λύπη μου δεν θα ρωτήσει,
Και για τη λύπη της δεν θα μιλήσει,
Μόνο στον ώμο τρυφερά με χαϊδεύει.
Πώς θα με γνωρίσει ο πρίγκιπάς μου,
Τάχα τα σημάδια μου θυμάται;
Ποιος θα του δείξει το παλιό μας σπίτι;
Το σπίτι μας είν’ εντελώς έξω από τον δρόμο. […]